- καπαρώνω
- [καπάρο]εξασφαλίζω την αγορά ή μίσθωση ενός πράγματος ή την παροχή υπηρεσιών με προκαταβολή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπαρώνω — καπάρωσα, καπαρώθηκα, καπαρωμένος, δίνω καπάρο και εξασφαλίζω την αγορά ή τη μίσθωση κάποιου πράγματος: Την καπάρωσε τη βίλα για όλη τη θερινή περίοδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκαζάρω — 1. δεσμεύω κάποιον με πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκε, ή αποσπώντας εκ τών προτέρων την υπόσχεση του 2. αποκτώ δικαιώματα προτεραιότητας 3. προαγοράζω, καπαρώνω, εξασφαλίζω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. engage (= δεσμευμένος) + παραγ.… … Dictionary of Greek
ακαπάρωτος — η, ο [καπαρώνω] αυτός για τον οποίο δεν έχει δοθεί ως εγγύηση καπάρο, δηλ. προκαταβολή, αρραβώνας … Dictionary of Greek
καπάρωμα — το [καπαρώνω] 1. η δόση προκαταβολής 2. η εξασφάλιση αγοράς ή μίσθωσης με προκαταβολή … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek